- έτειος
- ἔτειος, -εία, -ον και -ος, -ον (Α)1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός»)2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.)3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος έτειον»)4. αυτός που ανήκει στο έτος ή συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (α. «ἔτειοι Ὧραι» β. «ἔτειαι μεταλλαγαί»)4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτείαα) συμβούλιο αξιωματούχων με ετήσια θητείαβ) η θητεία τού συμβουλίου5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔτειακατά τη διάρκεια τής θητείας τού συμβουλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ετεσ- (θ. τού έτος) -ιος (πρβλ. κήδειος < κήδος, έλειος < έλος). Από τη φράση επ' έτος προήλθε το «σύνθετο εκ συναρπαγής» επέτειος].
Dictionary of Greek. 2013.